- καθημερεία
- καθημερ-εία, ἡ,A daily business, Plb.6.33.4(pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καθημερεία — καθημερεία, ἡ (Α) η καθημερινή ασχολία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. «καθ ἡμέραν»] … Dictionary of Greek
καθημερείαις — καθημερεία daily business fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)